παραληγούσας

παραληγούσας
παραληγούσᾱς , παρά-λήγω
stay
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
παραληγούσᾱς , παρά-λήγω
stay
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεδρεύω — ΝΜΑ [πάρεδρος] είμαι πάρεδρος, ασκώ καθήκοντα παρέδρου μσν. αρχ. στέκομαι ή κάθομαι δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι μσν. παρατηρώ κάτι με μεγάλη προσοχή αρχ. 1. είμαι συνεχώς κοντά σε κάποιον 2. υπηρετώ, εξυπηρετώ, περιποιούμαι 3. κατέχω… …   Dictionary of Greek

  • προπαραλήγω — ΜΑ [παραλήγω] 1. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. προπαραλήγουσα 2. (μέσ. με δοτ.) προπαραλήγεσθαι δηλώνει τον σχηματισμό τής παραλήγουσας με ένα γράμμα («προπαραλήγεσθαι τῴ ο» η προπαραλήγουσα σχηματίζεται με το ο, Μέγα Ετυμολογικόν) …   Dictionary of Greek

  • προπερίσπασις — άσεως, ἡ, Α [προπερισπῶ] γραμμ. ο τονισμός τής παραλήγουσας με περισπωμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”